- Ταρτησσοῦ
- Ταρτησσόςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αργυρόρριζος — ἀργυρόρριζος, ον (Α) (αποδίδεται σε πηγές ποταμού) «Ταρτησσοῡ... παγὰς ἀργυρορρίζους», του οποίου οι πηγές αναβλύζουν από αργυροφόρο υπέδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ρίζα] … Dictionary of Greek
ταρτήσσιος — ία, ον, Α [Ταρτησσός] 1. αυτός που προέρχεται από την Ταρτησσό 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ Ταρτήσσιος και ἡ Ταρτησσία ο κάτοικος τής Ταρτησσού … Dictionary of Greek
Αργανθώνιος — (6ος αι. π.Χ.).Ηγεμόνας της Ταρτησσού, που κυβέρνησε επί 80 έτη και βοήθησε τους Φωκαείς εναντίον του Κύρου. Σύμφωνα με την παράδοση, έζησε 120 ή 150 ή 300 χρόνια, γι’ αυτό και έλεγαν «Αργανθωνίου μακροβιώτερος». Η Ταρτησσός βρισκόταν στην… … Dictionary of Greek